μποξ

μποξ
(I)
το
η πυγμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. box «χτύπημα»].
————————
(II)
το
δέρμα καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < αγγλ. box < λατ. buxus < πύξος «είδος φυτού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μποξ — το άκλ. (λ. αγγλ.), η πυγμαχία: Παρακολούθησα στην τηλεόραση έναν αγώνα μποξ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… …   Dictionary of Greek

  • μποξέρ — (boxer). Σκύλος γερμανικής καταγωγής διαδεδομένος παντού, με χαρακτηριστικό κεφάλι, εξαιτίας του έντονα βραχύγναθου ρύγχους του. Έχει μέσο μέγεθος, ισχυρό μυϊκό σύστημα και οστά, αλλά παρόλα αυτά οι γραμμές του είναι εξαιρετικά κομψές. Πολύ… …   Dictionary of Greek

  • μπόξερ — (boxer). Σκύλος γερμανικής καταγωγής διαδεδομένος παντού, με χαρακτηριστικό κεφάλι, εξαιτίας του έντονα βραχύγναθου ρύγχους του. Έχει μέσο μέγεθος, ισχυρό μυϊκό σύστημα και οστά, αλλά παρόλα αυτά οι γραμμές του είναι εξαιρετικά κομψές. Πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • πυγμαχία — η 1. μάχη με πυγμή. 2. αθλητικό αγώνισμα μεταξύ δύο ατόμων που προσπαθεί ο ένας να καταβάλει τον άλλο με γροθοκοπήματα, αλλ. μποξ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”